Το ανθρώπινο χέρι είναι ένα σύνθετο όργανο που περιέχει δέρμα, μύες, τένοντες, αγγεία, νεύρα και οστά. Καθώς το ανθρώπινο έμβρυο σχηματίζεται, μια περίπλοκη διαδικασία ανάπτυξης και διαφοροποίησης πραγματοποιείται για να σχηματιστεί ένα κανονικό ανθρώπινο χέρι.

Κατά την περίπλοκη αυτή διαδικασία μπορεί να εμφανιστούν διαταραχές στην ανάπτυξη, οδηγώντας σε διαφορετικές τελικές εικόνες σε σχέση με το φυσιολογικό οι οποίες ονομάζονται συγγενείς ανωμαλίες της άκρας χείρας. Η εμφάνιση των ανωμαλιών αυτών συνήθως παρουσιάζεται το 1ο τρίμηνο της κύησης και με συχνότητα περίπου 1/20 παιδιά.

Παρά το γεγονός ότι συνήθως οι ανωμαλίες αυτές είναι ανεπαίσθητες και γίνονται δύσκολα αντιληπτές, υπάρχουν και περιπτώσεις που χρήζουν ιατρικής παρέμβασης. Οι πιο συνηθισμένες από αυτές, στις οποίες και θα αναφερθούμε μιας και υπάρχει πληθώρα τέτοιων ανωμαλιών, περιλαμβάνουν την πολυδακτυλία (περισσότερα δάκτυλα), τη συνδακτυλία (δύο δάχτυλα που δεν χωρίζονται φυσιολογικά), και τον υποπλαστικό αντίχειρα (αντίχειρας αναλογικά σημαντικά μικρότερος από τα άλλα δάκτυλα).

Πολυδακτυλία

Αυτή είναι η πιο κοινή ανωμαλία που εμφανίζεται στο χέρια και εκφράζεται συνήθως ως ένα επιπλέον δάκτυλο και λιγότερο συχνά με περισσότερα δάκτυλα. Σε κάθε περίπτωση, αυτά απαιτούν πλήρη εκτομή από τον πλαστικό χειρουργό.

 

Συνδακτυλία

Αυτή η κατάσταση παρουσιάζεται ως δύο γειτονικά δάχτυλα ενωμένα χωρίς κανονικό μεσοδακτύλιο διάστημα. Η ανωμαλία αυτή μπορεί να είναι απλή (δηλαδή η ένωση περιλαμβάνει μόνο το δέρμα και τα μαλακά μόρια) και χωρίζεται στην ατελή και την πλήρη ή μπορεί να είναι σύνθετη (δηλαδή οστά, τένοντες και τα αιμοφόρα αγγεία ενώνονται). Ο διαχωρισμός των δακτύλων γίνεται καλύτερα σε ηλικία 12-18 μηνών, όταν το χέρι έχει μεγαλώσει και πριν τα παιδιά αρχίσουν να αναπτύσσουν λεπτό έλεγχο στα χέρια τους.

 

Απλασία ή υποπλασία αντίχειρα

Μερικά παιδιά γεννιούνται με αντίχειρα μικρότερο από τον φυσιολογικό. Η βαρύτητα του ευρήματος αυτού ποικίλει μιας και ορισμένα παιδιά δεν θα έχουν αισθητή διαφορά σε σχέση με τα άλλα δάχτυλα ενώ άλλα δε θα έχουν σχεδόν καθόλου αντίχειρα. Η παρέμβαση του πλαστικού χειρουργού εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από την έκταση του προβλήματος. Στα παιδιά με μια ελάχιστα αισθητή διαφορά που χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τον αντίχειρα και το χέρι τους, δεν απαιτείται διόρθωση. Σε εκείνα με αισθητά μικρότερο αντίχειρα, το διάστημα μεταξύ του αντίχειρα και του δείκτη μπορεί να μεγαλώσει χειρουργικά για να διορθωθεί εν μέρει το πρόβλημα (οπτικά)  ή μπορεί να ακολουθηθούν οι λεγόμενες τεχνικές διατατικής οστεογένεσης. Σε περιπτώσεις μερικής ή ολικής απουσίας αντίχειρα, απαιτούνται πιο σύνθετες χειρουργικές τεχνικές που μπορεί να περιλαμβάνουν μεταμοσχεύσεις δακτύλων από το πόδι ή μετατροπή του δείκτη σε αντίχειρα.

 

Για την αποκατάστασή των ανωτέρω ανωμαλιών αλλά και άλλων (σπανιότερων) συνιστάται η χειρουργική προσέγγιση από εξειδικευμένο πλαστικό χειρουργό και μάλιστα σε πρώιμο στάδιο. Παρόλα αυτά η διόρθωση τέτοιων  ανωμαλιών σαφώς μπορεί να εφαρμοστεί και σε ενήλικες.